- κοενίτης
- ο(ορυκτ.) ανθρακούχο ορυκτό τού σιδήρου και τού νικελίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cohenite, από το όν. τού Γερμανού μεταλλειολόγου Emil Cohen, + κατάλ. -ite (πρβλ. -ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.